- ισότονος
- -η, -ο (Α ἰσότονος, -ον)αυτός που έχει τον ίδιο τόνο, δηλ. την ίδια ένταση με κάποιον άλλονεοελλ.1. όρος τής χημείας που χαρακτηρίζει διαλύματα τα οποία παρουσιάζουν την ίδια ωσμωτική πίεση2. φυσ. (για ατομικούς πυρήνες ή νουκλίδια) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό νετρονίων με άλλον, αλλά διαφορετικό αριθμό πρωτονίωναρχ.1. αυτός που έχει τεντωθεί εξίσου2. επίπεδος, ίσος.επίρρ...ἰσοτόνως (Α)εξίσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύ-τονος, οξύ-τονος. Ως χημικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. isotone < iso- (πρβλ. ισ[ο]-) + -tone (πρβλ. τόνος)].
Dictionary of Greek. 2013.